ηδονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ηδονισμός | οι | ηδονισμοί |
| γενική | του | ηδονισμού | των | ηδονισμών |
| αιτιατική | τον | ηδονισμό | τους | ηδονισμούς |
| κλητική | ηδονισμέ | ηδονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηδονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hedonism ή από τη γαλλική hédonisme < αρχαία ελληνική ἡδoνή + -ισμός
Ουσιαστικό
ηδονισμός αρσενικό
- ενέργεια με αυτοσκοπό την επίτευξη ηδονής
- (μεταφορικά) κραιπάλη
- (φιλοσοφία) αναγνώριση της ηδονής ως υπέρτατου σκοπού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.