ηδονισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηδονισμός οι ηδονισμοί
      γενική του ηδονισμού των ηδονισμών
    αιτιατική τον ηδονισμό τους ηδονισμούς
     κλητική ηδονισμέ ηδονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηδονισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hedonism ή από τη γαλλική hédonisme < αρχαία ελληνική ἡδoνή + -ισμός

Ουσιαστικό

ηδονισμός αρσενικό

  1. ενέργεια με αυτοσκοπό την επίτευξη ηδονής
  2. (μεταφορικά) κραιπάλη
  3. (φιλοσοφία) αναγνώριση της ηδονής ως υπέρτατου σκοπού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.