κραιπάλη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κραιπάλη < αρχαία ελληνική κραιπάλη < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κραιπνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κραιπάλη < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.