ζῴδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ζῴδιον < υποκοριστικό του ζῷον

Ουσιαστικό

ζῴδιον ουδέτερο

  1. μορφή, εικόνα (ζώου ή άλλη) σε μικρό συνήθως μέγεθος, σκαλισμένη ή ζωγραφισμένη
    κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων τε ἔξωθεν πλήσαντες περὶ τὸ χεῖλος (Ηρόδοτος, Α.70)
  2. (αστρονομία) ζώδιο
    τὸ δὲ πᾶν ὁ πόλος ἐνύφαντο χρυσοῦς ἀστέρας ἔχων καὶ τὰ δώδεκα ζῴδια (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 12.50.16)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.