ζωδιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωδιακός η ζωδιακή το ζωδιακό
      γενική του ζωδιακού της ζωδιακής του ζωδιακού
    αιτιατική τον ζωδιακό τη ζωδιακή το ζωδιακό
     κλητική ζωδιακέ ζωδιακή ζωδιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωδιακοί οι ζωδιακές τα ζωδιακά
      γενική των ζωδιακών των ζωδιακών των ζωδιακών
    αιτιατική τους ζωδιακούς τις ζωδιακές τα ζωδιακά
     κλητική ζωδιακοί ζωδιακές ζωδιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωδιακός < ζώδιο + -ακός

Επίθετο

ζωδιακός, -ή, -ό (λόγιο: ζωδιακός, -ή, -όν)

  1. ο σχετικός με ζώδια
    ζωδιακός κύκλος, ζωδιακό φως

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.