ζωόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωόφιλος | η | ζωόφιλη | το | ζωόφιλο |
| γενική | του | ζωόφιλου | της | ζωόφιλης | του | ζωόφιλου |
| αιτιατική | τον | ζωόφιλο | τη | ζωόφιλη | το | ζωόφιλο |
| κλητική | ζωόφιλε | ζωόφιλη | ζωόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωόφιλοι | οι | ζωόφιλες | τα | ζωόφιλα |
| γενική | των | ζωόφιλων | των | ζωόφιλων | των | ζωόφιλων |
| αιτιατική | τους | ζωόφιλους | τις | ζωόφιλες | τα | ζωόφιλα |
| κλητική | ζωόφιλοι | ζωόφιλες | ζωόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zoophile < αρχαία ελληνική ζῷον + φίλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /zoˈo.fi.los/
Επίθετο
ζωόφιλος, -η, -ο
- που αγαπάει τα ζώα, του αρέσει να τα φροντίζει και ενδιαφέρεται για τα δικαιώματά τους
- άλλες μορφές: φιλόζωος
- (ψυχιατρική) που εκδηλώνει σεξουαλική έλξη (παραφιλία), δείχνοντας ασυνήθιστο ενδιαφέρον (ενίοτε και σεξουαλικό) προς τα ζώα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.