ζωοφιλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζωοφιλικός | η | ζωοφιλική | το | ζωοφιλικό |
| γενική | του | ζωοφιλικού | της | ζωοφιλικής | του | ζωοφιλικού |
| αιτιατική | τον | ζωοφιλικό | τη | ζωοφιλική | το | ζωοφιλικό |
| κλητική | ζωοφιλικέ | ζωοφιλική | ζωοφιλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζωοφιλικοί | οι | ζωοφιλικές | τα | ζωοφιλικά |
| γενική | των | ζωοφιλικών | των | ζωοφιλικών | των | ζωοφιλικών |
| αιτιατική | τους | ζωοφιλικούς | τις | ζωοφιλικές | τα | ζωοφιλικά |
| κλητική | ζωοφιλικοί | ζωοφιλικές | ζωοφιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζωοφιλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zoophilic < αρχαία ελληνική ζῷον (ζωο-) + φιλικός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /zo.o.fi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐φι‐λι‐κος
Μεταφράσεις
ζωοφιλικός
|
Πηγές
- ζωοφιλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.