ζωήλατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωήλατος η ζωήλατη το ζωήλατο
      γενική του ζωήλατου της ζωήλατης του ζωήλατου
    αιτιατική τον ζωήλατο τη ζωήλατη το ζωήλατο
     κλητική ζωήλατε ζωήλατη ζωήλατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωήλατοι οι ζωήλατες τα ζωήλατα
      γενική των ζωήλατων των ζωήλατων των ζωήλατων
    αιτιατική τους ζωήλατους τις ζωήλατες τα ζωήλατα
     κλητική ζωήλατοι ζωήλατες ζωήλατα
Χρήση θηλυκού σε -ος, οφείλεται
στην επίδραση αρχαίων επιθέτων όπως ἱππήλατος.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζωήλατος (νεολογισμός) < ζώ(ο) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

Επίθετο

ζωήλατος, -η, -ο

  • που τον σέρνει, έλκει, που τον κινεί, ζώο
    Στους αυτοκινητόδρομους απαγορεύεται, κατά το αρθ. 29 του Ν.2696/1999, αυστηρά η κυκλοφορία οχημάτων που δεν μπορούν να αναπτύξουν ταχύτητα άνω των 50 χλμ. την ώρα, δηλαδή, πεζών, έφιππων, ζώων, ζωήλατων οχημάτων, ποδηλάτων και τροποποιημένων μηχανοκίνητων οχημάτων που δεν υπερβαίνουν την ανωτέρω ταχύτητα. (Χρειάζεται στοιχεία, αν πρόκειται για παράθεμα)
    ζωήλατος αροτραία καλλιέργεια

Υπώνυμα

και στα αρχαία ελληνικά:

  • ὀνήλατος (με γαϊδούρι)
  • (με βόδια) στον τύπο του ουσιαστικού βοηλάτας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.