ζυγωματικό
Νέα ελληνικά (el)

| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζυγωματικό | τα | ζυγωματικά |
| γενική | του | ζυγωματικού | των | ζυγωματικών |
| αιτιατική | το | ζυγωματικό | τα | ζυγωματικά |
| κλητική | ζυγωματικό | ζυγωματικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζυγωματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζυγωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zygomatique < ελληνιστική κοινή ζύγωμα < ζυγόω < ζυγόν / ζυγός
Συγγενικά
- ζυγωματικός
- → δείτε τη λέξη ζυγός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ζυγωματικό
- αιτιατική ενικού του ζυγωματικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζυγωματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.