ζυγιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγιστικός η ζυγιστική το ζυγιστικό
      γενική του ζυγιστικού της ζυγιστικής του ζυγιστικού
    αιτιατική τον ζυγιστικό τη ζυγιστική το ζυγιστικό
     κλητική ζυγιστικέ ζυγιστική ζυγιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγιστικοί οι ζυγιστικές τα ζυγιστικά
      γενική των ζυγιστικών των ζυγιστικών των ζυγιστικών
    αιτιατική τους ζυγιστικούς τις ζυγιστικές τα ζυγιστικά
     κλητική ζυγιστικοί ζυγιστικές ζυγιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζυγιστικός < ζυγίζω, ζυγισ- + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /zi.ʝi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυγιστιικός

Επίθετο

ζυγιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ζυγιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.