ζιμπελίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζιμπελίνα | οι | ζιμπελίνες |
| γενική | της | ζιμπελίνας | — | |
| αιτιατική | τη | ζιμπελίνα | τις | ζιμπελίνες |
| κλητική | ζιμπελίνα | ζιμπελίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μία ζιμπελίνα
Ετυμολογία
- ζιμπελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική zibeline < ιταλική zibellino
Ουσιαστικό
ζιμπελίνα θηλυκό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.