σαμούρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμούρι τα σαμούρια
      γενική του σαμουριού των σαμουριών
    αιτιατική το σαμούρι τα σαμούρια
     κλητική σαμούρι σαμούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαμούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική samur < αραβική سمور (sammūr) < περσική سمور

Ουσιαστικό

σαμούρι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) η ζιμπελίνα
  2. (κατ’ επέκταση) το δέρμα της ζιμπελίνας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.