ζιβελίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζιβελίνα οι ζιβελίνες
      γενική της ζιβελίνας
    αιτιατική τη ζιβελίνα τις ζιβελίνες
     κλητική ζιβελίνα ζιβελίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ζιβελίνα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.