επαιτεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαιτεία οι επαιτείες
      γενική της επαιτείας των επαιτειών
    αιτιατική την επαιτεία τις επαιτείες
     κλητική επαιτεία επαιτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαιτεία < επαιτώ

Ουσιαστικό

επαιτεία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.