ζηλεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζηλεμένος η ζηλεμένη το ζηλεμένο
      γενική του ζηλεμένου της ζηλεμένης του ζηλεμένου
    αιτιατική τον ζηλεμένο τη ζηλεμένη το ζηλεμένο
     κλητική ζηλεμένε ζηλεμένη ζηλεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζηλεμένοι οι ζηλεμένες τα ζηλεμένα
      γενική των ζηλεμένων των ζηλεμένων των ζηλεμένων
    αιτιατική τους ζηλεμένους τις ζηλεμένες τα ζηλεμένα
     κλητική ζηλεμένοι ζηλεμένες ζηλεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζηλεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ζηλεύω

Μετοχή

ζηλεμένος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.