ζευκτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζευκτός η ζευκτή το ζευκτό
      γενική του ζευκτού της ζευκτής του ζευκτού
    αιτιατική τον ζευκτό τη ζευκτή το ζευκτό
     κλητική ζευκτέ ζευκτή ζευκτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζευκτοί οι ζευκτές τα ζευκτά
      γενική των ζευκτών των ζευκτών των ζευκτών
    αιτιατική τους ζευκτούς τις ζευκτές τα ζευκτά
     κλητική ζευκτοί ζευκτές ζευκτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζευκτός < αρχαία ελληνική ζευκτός (ζευγμένος, συνδεδεμένος)

Επίθετο

ζευκτός

  1. συνδεδεμένος, συζευγμένος
  2. που μπορεί να ζευχθεί

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.