συζευγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζευγμένος η συζευγμένη το συζευγμένο
      γενική του συζευγμένου της συζευγμένης του συζευγμένου
    αιτιατική τον συζευγμένο τη συζευγμένη το συζευγμένο
     κλητική συζευγμένε συζευγμένη συζευγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζευγμένοι οι συζευγμένες τα συζευγμένα
      γενική των συζευγμένων των συζευγμένων των συζευγμένων
    αιτιατική τους συζευγμένους τις συζευγμένες τα συζευγμένα
     κλητική συζευγμένοι συζευγμένες συζευγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συζευγμένος < λείπει η ετυμολογία

Μετοχή

συζευγμένος, -η, -ο

  1. παντρεμένος
  2. ομόζυγος
  3. (μαθηματικά) συζυγής, προσαρτημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.