ζαχαρένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαρένιος η ζαχαρένια το ζαχαρένιο
      γενική του ζαχαρένιου της ζαχαρένιας του ζαχαρένιου
    αιτιατική τον ζαχαρένιο τη ζαχαρένια το ζαχαρένιο
     κλητική ζαχαρένιε ζαχαρένια ζαχαρένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαρένιοι οι ζαχαρένιες τα ζαχαρένια
      γενική των ζαχαρένιων των ζαχαρένιων των ζαχαρένιων
    αιτιατική τους ζαχαρένιους τις ζαχαρένιες τα ζαχαρένια
     κλητική ζαχαρένιοι ζαχαρένιες ζαχαρένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζαχαρένιος < ζάχαρ(η) + -ένιος

Επίθετο

ζαχαρένιος, -α, -ο

  1. που φτιάχνεται από ζάχαρη ή είναι πασπαλισμένος μ’ αυτή
  2. (μεταφορικά) πολύ γλυκός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ζαχαρένια

Συγγενικά

Παράγωγα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.