ζαχαρωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαρωτός η ζαχαρωτή το ζαχαρωτό
      γενική του ζαχαρωτού της ζαχαρωτής του ζαχαρωτού
    αιτιατική τον ζαχαρωτό τη ζαχαρωτή το ζαχαρωτό
     κλητική ζαχαρωτέ ζαχαρωτή ζαχαρωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαρωτοί οι ζαχαρωτές τα ζαχαρωτά
      γενική των ζαχαρωτών των ζαχαρωτών των ζαχαρωτών
    αιτιατική τους ζαχαρωτούς τις ζαχαρωτές τα ζαχαρωτά
     κλητική ζαχαρωτοί ζαχαρωτές ζαχαρωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζαχαρωτός < ζάχαρ(η) + -ωτός

Προφορά

ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /za.xa.ɾoˈto/ ουδέτερο

Επίθετο

ζαχαρωτός, -ή, -ό

  1. άλλη μορφή του ζαχαρένιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ζαχαρωτό: γλύκισμα με βασικό υλικό τη ζάχαρη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.