ζαμανφουτίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαμανφουτίστικος η ζαμανφουτίστικη το ζαμανφουτίστικο
      γενική του ζαμανφουτίστικου της ζαμανφουτίστικης του ζαμανφουτίστικου
    αιτιατική τον ζαμανφουτίστικο τη ζαμανφουτίστικη το ζαμανφουτίστικο
     κλητική ζαμανφουτίστικε ζαμανφουτίστικη ζαμανφουτίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαμανφουτίστικοι οι ζαμανφουτίστικες τα ζαμανφουτίστικα
      γενική των ζαμανφουτίστικων των ζαμανφουτίστικων των ζαμανφουτίστικων
    αιτιατική τους ζαμανφουτίστικους τις ζαμανφουτίστικες τα ζαμανφουτίστικα
     κλητική ζαμανφουτίστικοι ζαμανφουτίστικες ζαμανφουτίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζαμανφουτίστικος < ζαμαφουτίστ(ας) + -ικος [1]

Επίθετο

ζαμανφουτίστικος, -η, -ο

  • που αναφέρεται ή ταιριάζει σε κάποιον που είναι ζαμανφουτίστας
    Αυτός έχει πολύ ζαμανφουτιστικό φέρσιμο.

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • ζαμανφουτίστικα (επίρρημα)

 και δείτε τη λέξη ζαμάν φου

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.