ζαμανφουτίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζαμανφουτίστικος | η | ζαμανφουτίστικη | το | ζαμανφουτίστικο |
| γενική | του | ζαμανφουτίστικου | της | ζαμανφουτίστικης | του | ζαμανφουτίστικου |
| αιτιατική | τον | ζαμανφουτίστικο | τη | ζαμανφουτίστικη | το | ζαμανφουτίστικο |
| κλητική | ζαμανφουτίστικε | ζαμανφουτίστικη | ζαμανφουτίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζαμανφουτίστικοι | οι | ζαμανφουτίστικες | τα | ζαμανφουτίστικα |
| γενική | των | ζαμανφουτίστικων | των | ζαμανφουτίστικων | των | ζαμανφουτίστικων |
| αιτιατική | τους | ζαμανφουτίστικους | τις | ζαμανφουτίστικες | τα | ζαμανφουτίστικα |
| κλητική | ζαμανφουτίστικοι | ζαμανφουτίστικες | ζαμανφουτίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζαμανφουτίστικος < ζαμαφουτίστ(ας) + -ικος [1]
Επίθετο
ζαμανφουτίστικος, -η, -ο
- που αναφέρεται ή ταιριάζει σε κάποιον που είναι ζαμανφουτίστας
- ↪ Αυτός έχει πολύ ζαμανφουτιστικό φέρσιμο.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ζαμανφουτίστικος
Αναφορές
- ζαμανφουτίστικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.