ζαμανφουτίστας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαμανφουτίστας οι ζαμανφουτίστες
      γενική του ζαμανφουτίστα των ζαμανφουτιστών
    αιτιατική τον ζαμανφουτίστα τους ζαμανφουτίστες
     κλητική ζαμανφουτίστα ζαμανφουτίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζαμανφουτίστας < (λόγιο δάνειο) γαλλική je-m'en-foutiste[1] (αδιάφορος)

Ουσιαστικό

ζαμανφουτίστας αρσενικό, ζαμανφουτίστρια θηλυκό

Λέγεται και ζαμανφουτιστής, ζεμανφουτίστας, ζεμανφουτίστρια.

Είναι ζαμανφουτίστας και ωχαδερφιστής, αρκεί να μη θίγoνται τα συμφέροντά του.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.