ζαμάν φου
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /zaˈman ˈfu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐μάν φου
Συγγενικά
- ζαμανφουτισμός / ζεμανφουτισμός
- ζαμανφουτίστας / ζεμανφουτίστας / ζαμανφουτιστής
- ζαμανφουτίστρια
- ζαμανφουτίστικα
- ζαμανφουτίστικος
Πηγές
- ζαμανφού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ζαμάν φου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζαμανφού - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ζαμάν φου
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.