ζαμανφουτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζαμανφουτισμός | οι | ζαμανφουτισμοί |
| γενική | του | ζαμανφουτισμού | των | ζαμανφουτισμών |
| αιτιατική | τον | ζαμανφουτισμό | τους | ζαμανφουτισμούς |
| κλητική | ζαμανφουτισμέ | ζαμανφουτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ζαμανφουτισμός αρσενικό
- πλήρης αδιαφορία για κάτι το οποίο θα έπρεπε να ενδιαφέρει / απασχολεί
- ↪Ο ζαμανφουτισμός της πολιτικής τάξης έχει υπερβεί τα όρια του σκανδάλου.
- ※ Αυτός ο τρόπος ζωής έθρεψε πολλές μεταπολεμικές γενιές ως τώρα και είναι γνωστός ως «ωχαδερφισμός» και ζαμανφουτισμός. (Ελληνικός τύπος, Τορόντο, 18/4/2006)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζαμάν φου
Συνώνυμα
- αδιαφορία
- ωχαδερφισμός, ωχαδελφισμός
Μεταφράσεις
ζαμανφουτισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.