ζεμανφουτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζεμανφουτισμός οι ζεμανφουτισμοί
      γενική του ζεμανφουτισμού των ζεμανφουτισμών
    αιτιατική τον ζεμανφουτισμό τους ζεμανφουτισμούς
     κλητική ζεμανφουτισμέ ζεμανφουτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζεμανφουτισμός < γαλλική je-m'en-foutisme < je m’en fous < je + m’ + en + fous

Ουσιαστικό

ζεμανφουτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.