ζεμανφουτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζεμανφουτισμός | οι | ζεμανφουτισμοί |
| γενική | του | ζεμανφουτισμού | των | ζεμανφουτισμών |
| αιτιατική | τον | ζεμανφουτισμό | τους | ζεμανφουτισμούς |
| κλητική | ζεμανφουτισμέ | ζεμανφουτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ζεμανφουτισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.