ωχαδερφισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ωχαδερφισμός οι ωχαδερφισμοί
      γενική του ωχαδερφισμού των ωχαδερφισμών
    αιτιατική τον ωχαδερφισμό τους ωχαδερφισμούς
     κλητική ωχαδερφισμέ ωχαδερφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωχαδερφισμός < ωχ (επιφώνημα)+ αδερφός(από την έκφραση "ωχ αδερφέ!" που δηλώνει αδιαφορία ή αγανάκτηση) + -ισμός

Ουσιαστικό

ωχαδερφισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.