εύσαρκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύσαρκος η εύσαρκη το εύσαρκο
      γενική του εύσαρκου της εύσαρκης του εύσαρκου
    αιτιατική τον εύσαρκο την εύσαρκη το εύσαρκο
     κλητική εύσαρκε εύσαρκη εύσαρκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύσαρκοι οι εύσαρκες τα εύσαρκα
      γενική των εύσαρκων των εύσαρκων των εύσαρκων
    αιτιατική τους εύσαρκους τις εύσαρκες τα εύσαρκα
     κλητική εύσαρκοι εύσαρκες εύσαρκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύσαρκος < αρχαία ελληνική εὔσαρκος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈef.saɾ.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύσαρκος

Επίθετο

εύσαρκος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.