εύμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύμορφος η εύμορφη το εύμορφο
      γενική του εύμορφου της εύμορφης του εύμορφου
    αιτιατική τον εύμορφο την εύμορφη το εύμορφο
     κλητική εύμορφε εύμορφη εύμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύμορφοι οι εύμορφες τα εύμορφα
      γενική των εύμορφων των εύμορφων των εύμορφων
    αιτιατική τους εύμορφους τις εύμορφες τα εύμορφα
     κλητική εύμορφοι εύμορφες εύμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύμορφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔμορφος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈev.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύμορφος

Επίθετο

εύμορφος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.