εύμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύμορφος | η | εύμορφη | το | εύμορφο |
| γενική | του | εύμορφου | της | εύμορφης | του | εύμορφου |
| αιτιατική | τον | εύμορφο | την | εύμορφη | το | εύμορφο |
| κλητική | εύμορφε | εύμορφη | εύμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύμορφοι | οι | εύμορφες | τα | εύμορφα |
| γενική | των | εύμορφων | των | εύμορφων | των | εύμορφων |
| αιτιατική | τους | εύμορφους | τις | εύμορφες | τα | εύμορφα |
| κλητική | εύμορφοι | εύμορφες | εύμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύμορφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔμορφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈev.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εύ‐μορ‐φος
Επίθετο
εύμορφος, -η, -ο
- (λόγιο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του όμορφος
- ※ Και συ, ω Πάρη, πήγαινε. Και προετοιμασθήτε | να νεκροσυνοδεύσετε το εύμορφον κορμί της.
- Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα/Πράξη Δ, μετάφραση: Δημήτριος Βικέλας.
- ※ Και συ, ω Πάρη, πήγαινε. Και προετοιμασθήτε | να νεκροσυνοδεύσετε το εύμορφον κορμί της.
Μεταφράσεις
εύμορφος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.