ευκολότατα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ef.koˈlo.ta.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐κο‐λό‐τα‐τα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ευκολότατο) του ευκολότατος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.