εύδρομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύδρομος η εύδρομη το εύδρομο
      γενική του εύδρομου της εύδρομης του εύδρομου
    αιτιατική τον εύδρομο την εύδρομη το εύδρομο
     κλητική εύδρομε εύδρομη εύδρομο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύδρομοι οι εύδρομες τα εύδρομα
      γενική των εύδρομων των εύδρομων των εύδρομων
    αιτιατική τους εύδρομους τις εύδρομες τα εύδρομα
     κλητική εύδρομοι εύδρομες εύδρομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύδρομος < αρχαία ελληνική εὔδρομος < εὖ + δρόμος

Επίθετο

εύδρομος

  1. (αρχαιοπρεπές) που τρέχει γρήγορα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εύδρομο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.