εύγλωττος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύγλωττος | η | εύγλωττη | το | εύγλωττο |
| γενική | του | εύγλωττου | της | εύγλωττης | του | εύγλωττου |
| αιτιατική | τον | εύγλωττο | την | εύγλωττη | το | εύγλωττο |
| κλητική | εύγλωττε | εύγλωττη | εύγλωττο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύγλωττοι | οι | εύγλωττες | τα | εύγλωττα |
| γενική | των | εύγλωττων | των | εύγλωττων | των | εύγλωττων |
| αιτιατική | τους | εύγλωττους | τις | εύγλωττες | τα | εύγλωττα |
| κλητική | εύγλωττοι | εύγλωττες | εύγλωττα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύγλωττος < αρχαία ελληνική εὔγλωττος
Επίθετο
εύγλωττος, -η, -ο
- που εκφράζει κάτι κατά τρόπο απόλυτα σαφή και κατανοητό, εκφραστικός
- εύγλωττη χειρονομία, εύγλωττη σιωπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.