éloquent

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

éloquent < λατινική eloquens

Προφορά

ΔΦΑ : /e.lɔ.kɑ̃/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό éloquent éloquents
θηλυκό éloquente éloquentes

éloquent (fr)

  1. ευφραδής, εύγλωττος
  2. (μεταφορικά) αποδεικτικός
  3. (μεταφορικά) αποκαλυπτικός

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.