εόρτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εόρτιος | η | εόρτια | το | εόρτιο |
| γενική | του | εόρτιου | της | εόρτιας | του | εόρτιου |
| αιτιατική | τον | εόρτιο | την | εόρτια | το | εόρτιο |
| κλητική | εόρτιε | εόρτια | εόρτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εόρτιοι | οι | εόρτιες | τα | εόρτια |
| γενική | των | εόρτιων | των | εόρτιων | των | εόρτιων |
| αιτιατική | τους | εόρτιους | τις | εόρτιες | τα | εόρτια |
| κλητική | εόρτιοι | εόρτιες | εόρτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εόρτιος < μεσαιωνική ελληνική ἑόρτιος < αρχαία ελληνική ἑορτή
Επίθετο
εόρτιος, -α, -ο
- (λόγιο)που αναφέρεται σε μια γιορτή, ανήκει ή ταιριάζει σ' αυτή
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) μεγαλοπρεπής, σεμνοπρεπής
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εορτή
Μεταφράσεις
εόρτιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.