ἑόρτιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἑόρτιος | τὸ | ἑόρτιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἑορτίου | τοῦ | ἑορτίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἑορτίῳ | τῷ | ἑορτίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἑόρτιον | τὸ | ἑόρτιον | ||
| κλητική ὦ! | ἑόρτιε | ἑόρτιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἑόρτιοι | τὰ | ἑόρτιᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἑορτίων | τῶν | ἑορτίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἑορτίοις | τοῖς | ἑορτίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἑορτίους | τὰ | ἑόρτιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἑόρτιοι | ἑόρτιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑορτίω | τὼ | ἑορτίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑορτίοιν | τοῖν | ἑορτίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἑόρτιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἑορτ(ή) + -ιος
Επίθετο
ἑόρτιος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) εόρτιος
- ※ 4ος κε αιώνας - Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος με΄. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, παρ. 2
- Ἄλλος μὲν οὖν ἄλλο τι τῷ καιρῷ καρποφορείτω, καὶ δωροφορείτω δῶρον ἑόρτιον, ἢ μικρὸν, ἢ μεῖζον, τῶν πνευματικῶν τε καὶ Θεῷ φίλων, ὅπως ἂν ἕκαστος ἔχῃ δυνάμεως.
- άλλες μορφές: ἑορταῖος
- ※ 4ος κε αιώνας - Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Λόγος με΄. Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, παρ. 2
Πηγές
- ἑόρτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.