ἑόρτιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἑόρτιος τὸ ἑόρτιον
      γενική τοῦ/τῆς ἑορτίου τοῦ ἑορτίου
      δοτική τῷ/τῇ ἑορτί τῷ ἑορτί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἑόρτιον τὸ ἑόρτιον
     κλητική ! ἑόρτιε ἑόρτιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἑόρτιοι τὰ ἑόρτι
      γενική τῶν ἑορτίων τῶν ἑορτίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἑορτίοις τοῖς ἑορτίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἑορτίους τὰ ἑόρτι
     κλητική ! ἑόρτιοι ἑόρτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἑορτίω τὼ ἑορτίω
      γεν-δοτ τοῖν ἑορτίοιν τοῖν ἑορτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἑόρτιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἑορτ(ή) + -ιος

Επίθετο

ἑόρτιος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.