εφυαλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφυαλωμένος η εφυαλωμένη το εφυαλωμένο
      γενική του εφυαλωμένου της εφυαλωμένης του εφυαλωμένου
    αιτιατική τον εφυαλωμένο την εφυαλωμένη το εφυαλωμένο
     κλητική εφυαλωμένε εφυαλωμένη εφυαλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφυαλωμένοι οι εφυαλωμένες τα εφυαλωμένα
      γενική των εφυαλωμένων των εφυαλωμένων των εφυαλωμένων
    αιτιατική τους εφυαλωμένους τις εφυαλωμένες τα εφυαλωμένα
     κλητική εφυαλωμένοι εφυαλωμένες εφυαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εφυαλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εφυαλώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fi.a.loˈme.nos/

Μετοχή

εφυαλωμένος -η -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.