εφοδιαστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εφοδιαστική | οι | εφοδιαστικές |
| γενική | της | εφοδιαστικής | των | εφοδιαστικών |
| αιτιατική | την | εφοδιαστική | τις | εφοδιαστικές |
| κλητική | εφοδιαστική | εφοδιαστικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφοδιαστική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εφοδιαστικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική logistics)
Ουσιαστικό
εφοδιαστική θηλυκό
- (οικονομία) που έχει σχέση με την αποθήκευση, μεταφορά ή διανομή εμπορευμάτων και αγαθών καθώς και με τη διαχείριση των σχετικών πληρωμών
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.