εφοδιαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφοδιαστικός η εφοδιαστική το εφοδιαστικό
      γενική του εφοδιαστικού της εφοδιαστικής του εφοδιαστικού
    αιτιατική τον εφοδιαστικό την εφοδιαστική το εφοδιαστικό
     κλητική εφοδιαστικέ εφοδιαστική εφοδιαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφοδιαστικοί οι εφοδιαστικές τα εφοδιαστικά
      γενική των εφοδιαστικών των εφοδιαστικών των εφοδιαστικών
    αιτιατική τους εφοδιαστικούς τις εφοδιαστικές τα εφοδιαστικά
     κλητική εφοδιαστικοί εφοδιαστικές εφοδιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εφοδιαστικός < εφοδιάζω + -τικός < αρχαία ελληνική ἐφοδιάζω

Επίθετο

εφοδιαστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.