δυσεφάρμοστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσεφάρμοστος η δυσεφάρμοστη το δυσεφάρμοστο
      γενική του δυσεφάρμοστου της δυσεφάρμοστης του δυσεφάρμοστου
    αιτιατική τον δυσεφάρμοστο τη δυσεφάρμοστη το δυσεφάρμοστο
     κλητική δυσεφάρμοστε δυσεφάρμοστη δυσεφάρμοστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσεφάρμοστοι οι δυσεφάρμοστες τα δυσεφάρμοστα
      γενική των δυσεφάρμοστων των δυσεφάρμοστων των δυσεφάρμοστων
    αιτιατική τους δυσεφάρμοστους τις δυσεφάρμοστες τα δυσεφάρμοστα
     κλητική δυσεφάρμοστοι δυσεφάρμοστες δυσεφάρμοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσεφάρμοστος < δυσ- + εφαρμόζω + -τος

Επίθετο

δυσεφάρμοστος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) που δύσκολα εφαρμόζεται
    Σύμφωνα με τους ειδικούς πάντως, στην πράξη η αρχική ιδέα αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσεφάρμοστη και έτσι και οι δύο εταιρείες προσανατολίζονται προς το πάντρεμα της ιδέας αυτής με την υπάρχουσα τεχνολογία με την οποία λειτουργούν οι μαγνητικές αμαξοστοιχίες τύπου maglev. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.