εφαρμογίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εφαρμογίδιο | τα | εφαρμογίδια |
| γενική | του | εφαρμογίδιου | των | εφαρμογίδιων |
| αιτιατική | το | εφαρμογίδιο | τα | εφαρμογίδια |
| κλητική | εφαρμογίδιο | εφαρμογίδια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφαρμογίδιο < εφαρμογή + υποκοριστικό επίθημα -ίδιο (1.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική widget· 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική screenlet)
Ουσιαστικό
εφαρμογίδιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (πληροφορική) μικροεφαρμογή
- (νεολογισμός) (πληροφορική) μικροεφαρμογή (επιφάνειας εργασίας)
Μεταφράσεις
εφαρμογίδιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.