μικροεφαρμογή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροεφαρμογή | οι | μικροεφαρμογές |
| γενική | της | μικροεφαρμογής | των | μικροεφαρμογών |
| αιτιατική | τη | μικροεφαρμογή | τις | μικροεφαρμογές |
| κλητική | μικροεφαρμογή | μικροεφαρμογές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μικροεφαρμογή < μικρο- + εφαρμογή (1.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική widget· 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική screenlet)
Ουσιαστικό
μικροεφαρμογή θηλυκό
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ειδική εφαρμογή υπολογιστικού συστήματος (κινητού, ταμπλέτας, υπολογιστή κ.λπ.), που δεν περιέχει -συνήθως- πολλές γραμμές κώδικα και εκτελεί -συνήθως- μία μικρή συγκεκριμένη εργασία
- (νεολογισμός) (πληροφορική) ειδική εφαρμογή υπολογιστικού συστήματος (κινητού, ταμπλέτας, υπολογιστή κ.λπ.), που δεν περιέχει -συνήθως- πολλές γραμμές κώδικα, εκτελεί -συνήθως- μία μικρή συγκεκριμένη εργασία και -συνήθως- εκτελείται και εμφανίζεται στην επιφάνεια εργασίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.