εφαλτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφαλτήριο τα εφαλτήρια
      γενική του εφαλτηρίου
& εφαλτήριου
των εφαλτηρίων
    αιτιατική το εφαλτήριο τα εφαλτήρια
     κλητική εφαλτήριο εφαλτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφαλτήριο < αρχαία ελληνική ἐφάλλομαι

Ουσιαστικό

εφαλτήριο ουδέτερο

  1. κατασκευή που μοιάζει με άλογο και την χρησιμοποιούν οι αθλητές υπερπηδώντας την ή εκτελώντας διάφορες ασκήσεις
  2. ελαστικός βατήρας που χρησιμοποιείται σε γυμναστικές ασκήσεις
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμοποιεί κάποιος ως εκκίνηση επίτευξης των στόχων του ή της κοινωνικής, επαγγελματικής ή άλλης ανόδου του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.