εφαλτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εφαλτήριο | τα | εφαλτήρια |
| γενική | του | εφαλτηρίου & εφαλτήριου |
των | εφαλτηρίων |
| αιτιατική | το | εφαλτήριο | τα | εφαλτήρια |
| κλητική | εφαλτήριο | εφαλτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εφαλτήριο < αρχαία ελληνική ἐφάλλομαι
Ουσιαστικό
εφαλτήριο ουδέτερο
- κατασκευή που μοιάζει με άλογο και την χρησιμοποιούν οι αθλητές υπερπηδώντας την ή εκτελώντας διάφορες ασκήσεις
- ελαστικός βατήρας που χρησιμοποιείται σε γυμναστικές ασκήσεις
- (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμοποιεί κάποιος ως εκκίνηση επίτευξης των στόχων του ή της κοινωνικής, επαγγελματικής ή άλλης ανόδου του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.