βατήρας
Νέα ελληνικά (el)

αθλήτρια επάνω σε βατήρα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βατήρας | οι | βατήρες |
| γενική | του | βατήρα | των | βατήρων |
| αιτιατική | τον | βατήρα | τους | βατήρες |
| κλητική | βατήρα | βατήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βατήρας < αρχαία ελληνική βατήρ
Ουσιαστικό
βατήρας αρσενικό
Μεταφράσεις
βατήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.