ευφλόγιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευφλόγιστος | η | ευφλόγιστη | το | ευφλόγιστο |
| γενική | του | ευφλόγιστου | της | ευφλόγιστης | του | ευφλόγιστου |
| αιτιατική | τον | ευφλόγιστο | την | ευφλόγιστη | το | ευφλόγιστο |
| κλητική | ευφλόγιστε | ευφλόγιστη | ευφλόγιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευφλόγιστοι | οι | ευφλόγιστες | τα | ευφλόγιστα |
| γενική | των | ευφλόγιστων | των | ευφλόγιστων | των | ευφλόγιστων |
| αιτιατική | τους | ευφλόγιστους | τις | ευφλόγιστες | τα | ευφλόγιστα |
| κλητική | ευφλόγιστοι | ευφλόγιστες | ευφλόγιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ευφλόγιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.