ευρετής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ευρετής | οι | ευρετές |
| γενική | του | ευρετή | των | ευρετών |
| αιτιατική | τον | ευρετή | τους | ευρετές |
| κλητική | ευρετή | ευρετές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευρετής < αρχαία ελληνική εὑρετής
Ουσιαστικό
ευρετής αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.