ευρετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευρετής οι ευρετές
      γενική του ευρετή των ευρετών
    αιτιατική τον ευρετή τους ευρετές
     κλητική ευρετή ευρετές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευρετής < αρχαία ελληνική εὑρετής

Ουσιαστικό

ευρετής αρσενικό

  1. (σπάνιο) αυτός που βρίσκει κάτι ή κάποιον
  2. (σπάνιο) αυτός που πρώτος έχει επινοήσει κάτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.