index

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
index indexes / indices

Ουσιαστικό

index (en)

  1. το ευρετήριο
  2. (ανθρώπινο σώμα) άλλη μορφή του index finger
  3. (μαθηματικά) μικρός χαρακτήρας κάτω από την θέση του κανονικού και κοντά σε αυτόν (πχ. x2).
  4. (πληροφορική) συνήθως αριθμός που προσδιορίζει τη θέσης πληροφορίας σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο, μνήμη Η/Υ) ή τη θέση στοιχείου σε μια δομή ακολουθίας στοιχείων (πχ. πίνακα)
    Δείτε επίσης: offset

  • index στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
index index

Ουσιαστικό

index (fr) αρσενικό

  1. το ευρετήριο
  2. ο δείκτης (το δάχτυλο)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

index < indico

Ουσιαστικό

index (la) αρσενικό

  1. δείκτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.