ευνουχισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευνουχισμός οι ευνουχισμοί
      γενική του ευνουχισμού των ευνουχισμών
    αιτιατική τον ευνουχισμό τους ευνουχισμούς
     κλητική ευνουχισμέ ευνουχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευνουχισμός < ευνουχίζω< ευνούχος < αρχαία ελληνική εὐνοῦχος < εὐνή + ἔχω (θαλαμηπόλος)

Ουσιαστικό

ευνουχισμός αρσενικό

  1. η ενέργεια με την οποία κάποιος γίνεται ευνούχος, η αφαίρεση των ανδρικών γεννητικών οργάνων (όρχεων)
  2. (μεταφορικά) η αφαίρεση της ορμής, της ζωτικής δύναμης
    ο ευνουχισμός της σκέψης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.