εὐκρινής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐκρινής τὸ εὐκρινές οἱ, αἱ εὐκρινεῖς τὰ εὐκριν
Γενική τοῦ, τῆς εὐκρινοῦς τοῦ εὐκρινοῦς τῶν εὐκρινῶν τῶν εὐκρινῶν
Δοτική τῷ, τῇ εὐκρινεῖ τῷ εὐκρινεῖ τοῖς, ταῖς εὐκρινέσι(ν) τοῖς εὐκρινέσι(ν)
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐκριν τὸ εὐκρινές τοὺς, τὰς εὐκρινεῖς τὰ εὐκριν
Κλητική εὐκρινές εὐκρινές εὐκρινεῖς εὐκριν
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐκρινεῖ
Γενική-Δοτική εὐκρινοῖν

Ετυμολογία

εὐκρινής < εὖ + κρίνω < πρωτοελληνική *kríňňō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kri-n-ye- < *krey- (κοσκινίζω, χωρίζω, διαιρώ)

Επίθετο

εὐκρινής

  1. καλά διαχωρισμένος
  2. ορθάνοιχτος
  3. σαφής, ξεκάθαρος
  4. τακτοποιημένος, βαλμένος σε τάξη
  5. (ιατρική) ευνοϊκός
  6. (ιατρική) που οδηγεί σε κρίση
  7. (ιατρική) που αναρρώνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.