δυσθυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσθυμία οι δυσθυμίες
      γενική της δυσθυμίας των δυσθυμιών
    αιτιατική τη δυσθυμία τις δυσθυμίες
     κλητική δυσθυμία δυσθυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσθυμία < (ελληνιστική κοινή) δυσθυμία < αρχαία ελληνική δύσθυμος < δυσ- + θυμός

Ουσιαστικό

δυσθυμία θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.