ευθαρσής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθαρσής η ευθαρσής το ευθαρσές
      γενική του ευθαρσούς* της ευθαρσούς του ευθαρσούς
    αιτιατική τον ευθαρσή την ευθαρσή το ευθαρσές
     κλητική ευθαρσή(ς) ευθαρσής ευθαρσές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθαρσείς οι ευθαρσείς τα ευθαρσή
      γενική των ευθαρσών των ευθαρσών των ευθαρσών
    αιτιατική τους ευθαρσείς τις ευθαρσείς τα ευθαρσή
     κλητική ευθαρσείς ευθαρσείς ευθαρσή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευθαρσής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐθαρσής < εὖ + θάρσος < θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰers- (θαρραλέος, τολμηρός)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fθaɾˈsis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευθαρσής

Επίθετο

ευθαρσής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη θάρρος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ευθαρσής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.