ευθαρσώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευθαρσώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐθαρσῶς < εὐθαρσής
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fθaɾˈsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θαρ‐σώς
- χωρίς φόβο και πάθος
Μεταφράσεις
ευθαρσώς
Πηγές
- ευθαρσής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.