ευερμήνευτων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ευερμήνευτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευερμήνευτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευερμήνευτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευερμήνευτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.