ευδοκία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευδοκία οι ευδοκίες
      γενική της ευδοκίας των ευδοκιών
    αιτιατική την ευδοκία τις ευδοκίες
     κλητική ευδοκία ευδοκίες
ο πληθυντικός είναι σπάνιος και δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευδοκία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εὐδοκία < εὐδοκέω + -ία < αρχαία ελληνική εὖ + δοκέω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.vðoˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευδοκία

Ουσιαστικό

ευδοκία θηλυκό

  • (λόγιο) ευμένεια, εύνοια
      Στη Γιουγκοσλαβία, όμως, η δημιουργία της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της ΠΓΔΜ ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα των αποφάσεων των ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού «μεγάλων», που είχαν την ευγενική φιλοδοξία να φέρουν στους λαούς της περιοχής ελευθερία από παλιά και νέα τυραννικά καθεστώτα, ανεξαρτησία, δημοκρατική διακυβέρνηση, ειρήνη και άλλες ευδοκίες. (εφημερίδα Το Βήμα, 21/1/2001)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.